Η θεωρητική βάση του ΕΠΣ-ξγ

Συγγραφείς:

Αντώνης Βεντούρης

Επίκουρος Καθηγητής

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


Δημήτρης Ζέππος

Καθηγητής Μ.Ε. Γερμανικής Γλώσσας 

Μέλος ΣΕΠ

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

5. Σχεδιασμός Μαθήματος σύμφωνα με το ΕΠΣ-ξγ

Σε αντίθεση με την παραδοσιακή διαδικασία ανάπτυξης σχεδίου μαθήματος (lesson plan) ή και τον πιο σύγχρονων διαφοροποιημένων Σεναρίων Μαθήματος (Scenarios), το ΕΠΣ-ΞΓ εισάγει, εφαρμόζοντας τις προτάσεις της Νέας Μάθησης, την έννοια των «νοητικών διεργασιών». Οι διεργασίες αυτές λειτουργούν με μαθητοκεντρικές, διερευνητικές διαδικασίες, απελευθερωμένες στον μέγιστο βαθμό από αυστηρές «φάσεις» μαθήματος.

Ενώ, δηλαδή, τα πιο διαδεδομένα μέχρι τώρα «σχέδια μαθήματος» (PPP  και TBL[1]) επικεντρώνονταν σε τρεις βασικές διδακτικές φάσεις (αφόρμηση, εφαρμογή ή εμπέδωση, αξιολόγηση) με διάφορες επιμέρους φάσεις, ανάλογα με την εκάστοτε παιδαγωγική ή διδακτική θεώρηση, η ανάπτυξη ενός Σεναρίου Μαθήματος, όπως αυτό προτείνεται στο ΕΠΣ-ΞΓ, στηρίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων γνωσιακού μετασχηματισμού, τις «νοητικές διεργασίες».

Όπως προκύπτει από την σύντομη περιγραφή του θεωρητικού πλαισίου του ΕΠΣ-ξγ, ο σχεδιασμός των νοητικών διεργασιών δύσκολα μπορεί να εναρμονιστεί με την έννοια του αυστηρού χρονοπρογραμματισμού και βηματισμού ενός σχεδίου μαθήματος. Αυτό στηρίζεται στο γεγονός, ότι η κάθε μία από τις συνολικά οκτώ διεργασίες απαιτεί διαφορετικό χρόνο υλοποίησης που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον βαθμό δυσκολίας της μαθησιακής πράξης, το γνωστικό υπόβαθρο των μαθητών, τους διάφορους τύπους μάθησης και τις πολλαπλές νοημοσύνης που εμφανίζονται σε κάθε μαθητή ή και σε κάθε μαθησιακή ομάδα. Κατά συνέπεια, ο σχεδιασμός μαθησιακών ενοτήτων σύμφωνα με τη θεώρηση της Νέας Μάθησης, οφείλει να είναι απαλλαγμένος από λεπτομερείς περιοριστικές προδιαγραφές χρόνου και βηματισμού, αφού κάτι τέτοιο θα επανάφερε τη διδακτική διαδικασία από την επιθυμητή μετασχηματίζουσα μάθηση στη μέχρι τώρα εφαρμοζόμενη αυστηρά καθοδηγούμενη εκμάθηση. Η επαναφορά αυτή είναι σαφές ότι θα ακύρωνε την αυτοδιάθεση των μαθητών στη διαδικασία απόκτησης της νέας γνώσης, ενώ θα καθήλωνε τις διδακτικές πράξεις σε παραδοσιακά σχήματα του μεμονωμένου, μεικτού ή μετωπικού μοντέλου διδασκαλίας, που τοποθετεί τον ρόλο του εκπαιδευτικού στη θέση του «καθοδηγητή» ή – στην καλύτερη περίπτωση – του υποστηρικτή. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ο εκπαιδευτικός παραμένει στο κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και λειτουργεί ως γνωστικό μοντέλο μίμησης, με συνέπεια να μην επιτυγχάνεται  η ανάπτυξη αυτονομίας και αυτενέργειας από το μαθητή μάθησης, στοιχεία που αποτελούν τον βασικό πυλώνα της Νέας Μάθησης[2].

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη θεωρητική περιγραφή του ΕΠΣ-ξγ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ένα μάθημα αυτής της λογικής μπορεί να υλοποιηθεί με επιτυχία μόνο εάν ο εκπαιδευτικός έχει κατανοήσει και ενστερνιστεί τη θεωρητική κοινωνικο-πολιτική βάση της, η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί στις αρχές: γλώσσα για την κοινωνία και σχολείο για το μαθητή. Για τον λόγο αυτό ακολουθεί μία σύντομη περιγραφή των διαφόρων νοητικών διεργασιών, συνοδευόμενη από παραθέσεις ορισμών και αναφορών σε ρήματα που εκφράζουν τις επιμέρους νοητικές διεργασίες που επιδιώκονται.



[1]  Το πρώτο αρκτικόλεξο αποτελείται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων “Presentation, Practice, Production” ενώ τα δεύτερο από τις επίσης αγγλικές λέξεις “Task Based Learning”. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα μοντέλα αυτά βλέπε (Bilsborough, 2013; Willis, 1996).

[2] Για το ρόλο του εκπαιδευτικού βλέπε Βεντούρης, 2005:22-25.